- ελεφαντόκωπος
- ἐλεφαντόκωπος, -ον (Α)(για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεφαντόκωπον — ἐλεφαντόκωπος ivory hilted masc/fem acc sg ἐλεφαντόκωπος ivory hilted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντοκώποις — ἐλεφαντόκωπος ivory hilted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντοκώπους — ἐλεφαντόκωπος ivory hilted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντόκωπα — ἐλεφαντόκωπος ivory hilted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)